- κλινοκαθέδριον
- κλῑνο-καθέδριον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλινοκαθέδριον — κλινοκαθέδριον, τὸ (Α) αναπαυτική καθέδρα, ανάκλιντρο, πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + καθέδριον «μικρή πολυθρόνα»] … Dictionary of Greek
κλινοκαθέδριον — easy chair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)